προσλαμβάνομαι

προσλαμβάνομαι
προσλαμβάνομαι, προσλήφθηκα βλ. πίν. 166

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσλαμβάνομαι — προσλαμβάνω take pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • приемлю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προσλαμβάνομαι) принимаю, объемлю (Пс. 47); поддерживаю (Пс. 117 …   Словарь церковнославянского языка

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσειλημμενίται — οἱ, Α κάτοικοι κατειλημμένης περιοχής προσαρτημένου εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσειλημμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. προσλαμβάνομαι + κατάλ. ῖται] …   Dictionary of Greek

  • προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”